φαλαγγομαχώ

φαλαγγομαχώ
-έω, Α
1. μάχομαι μαζί με άλλους σε φάλαγγα
2. (γενικά) μάχομαι στις τάξεις τού στρατού («πῶς ἄμα δυνήσεται ἱππομαχεῑν τε καὶ φαλαγγομαχεῑν καὶ πυργομαχεῑν;», Ξεν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχῶ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”